- κατάδηλος
- -η, -ο (AM κατάδηλος, -ον)ολοφάνερος, καταφανήςαρχ.1. (με τα ρ. γίγνομαι ή φαίνομαι) γίνομαι φανερός, ανακαλύπτομαι2. (με το ρ. ποιώ) καθιστώ γνωστό.επίρρ...καταδήλως (AM καταδήλως)καταφανώς, ολοφάνερα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -δηλος (< δῆλος «φανερός»), πρβλ. έκ-δηλος, πρό-δηλος].
Dictionary of Greek. 2013.